- λυγροπαθής
- λυγροπαθής, -ές (Α)αυτός που έχει υποστεί δεινά, που δοκίμασε συμφορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λυγρῶς(< λυγρός) + -παθής (< πάθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυγροπαθής — suffering mournfully masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)